- φωτιζομένη
- φωτίζωshinepres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωτιζομένῃ — φωτίζω shine pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιονόσφαιρα — Το ιονισμένο τμήμα της ανώτερης ατμόσφαιρας που ξεκινά περίπου από τα 50 χλμ. (το πάνω άκρο της κρατόσφαιρας) και φτάνει σε απόσταση μεγαλύτερη από 1.000 χλμ. Η ι. αποτελείται από αραιό, ελαφρώς ιονισμένο πλάσμα που βρίσκεται μέσα στο μαγνητικό… … Dictionary of Greek
μονταζιέρα — η τραπέζι με φωτιζόμενη γυάλινη γαλακτώδη επιφάνεια, πάνω στο οποίο γίνονται η επεξεργασία τού υλικού που πρόκειται να εκτυπωθεί και το μοντάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοντάζ + κατάλ. ιέρα (πρβλ. φροντ ιέρα)] … Dictionary of Greek
παρασκιά — η 1. φυσ. μερικώς φωτιζόμενη περιοχή που περιβάλλει την σκιά ενός αντικειμένου, αποτελεί προέκτασή της και σχηματίζεται όταν το αδιαφανές αντικείμενο παρεμβάλλεται στις ακτίνες μιας φωτεινής πηγής 2. αστρον. η ζώνη που περιβάλλει τον κώνο τής… … Dictionary of Greek
φωτισμός — ο, ΝΜΑ [φωτίζω] παροχή φωτός νεοελλ. 1. προσαγωγή φωτός στα αντικείμενα ή στο περιβάλλον τους προκειμένου αυτά να γίνουν ορατά 2. συνεκδ. το σύνολο τών συσκευών που παράγουν φως, τών φωτιστικών σωμάτων, σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον («ο φωτισμός … Dictionary of Greek
μαγνητόσφαιρα — Περιοχή του κοσμικού διαστήματος γύρω από έναν πλανήτη στην οποία τα ιονισμένα σωμάτια βρίσκονται υπό την επίδραση κυρίως του μαγνητικού πεδίου του πλανήτη παρά του μαγνητικού πεδίου του Ήλιου που μεταφέρεται με τον ηλιακό άνεμο. Η διαμόρφωση της … Dictionary of Greek